"Αν θέλεις ένα όραμα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να συντρίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο - για πάντα." (George Orwell)
Αν ήμασταν ο George Orwell, θα ξεκινούσαμε κάπως έτσι: Ήταν μια λαμπρή κρύα μέρα του Απρίλη, και τα ρολόγια σήμαναν δεκατρείς. Έτσι ξεκινάει το «1984». Θα ξεκινήσουμε όμως, περιγράφοντας αυτό που συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη τις τελευταίες μέρες. Ένα κινητό μεγάφωνο, στην οροφή ενός αυτοκινήτου, σκορπάει σε ευήκοα και μη όταν ένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα, που επαναλαμβάνεται διαρκώς από μια άχρωμη φωνή. Προκαλεί μια ανατριχίλα· το ακούς και άθελά σου νιώθεις να παίζεις σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπου μετά την καταστροφή του κόσμου, σα να μην είναι η ίδια η καταστροφή αρκετή, έρχεται και μια δικτατορία των μηχανών. Η φωνή προστάζει: «Λαέ της Θεσσαλονίκης… δεν πίνουμε Coca-cola, δεν πίνουμε Fanta, δεν πίνουμε νερό Αύρα… μέχρι το εργοστάσιο της Coca-Cola να επιστρέψει (από τη Βουλγαρία) στην Ελλάδα… θέλουν να κάνουν την Ελλάδα μας χώρα μόνο καταναλωτών και όχι παραγωγών». Το απειλητικό παραλήρημα επαναλαμβάνεται, ενώ το όχημα διασχίζει τους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης. Στο τέλος, ακούμε και ένα απόσπασμα από το «Hurricane» του Bob Dylan, έτσι για να καλωσορίσουμε το άκρον παράλογο και μετά μουσικής…
Κι όσοι ακόμη δεν έχουν χάσει τελείως το μυαλό τους, είτε από απόγνωση είτε από απλή αφέλεια, λαμβάνουν ένα τουλάχιστον συγκεχυμένο μήνυμα, αντιστροφή εκείνου του πάλαι ποτέ ανεκδιήγητου και απειλητικού εξ ίσου «πάρε coca-cola». Το δίλημμα δηλαδή τίθεται μεταξύ του πάρε coca-cola ελληνική ή μην πάρεις βουλγάρικη; Γιατί να ζητάμε μετά μανίας να επιστρέψει ένα εργοστάσιο που τίποτε δεν προσφέρει σε κανέναν, καταστρέφει τον πλανήτη και τις ζωές των ανθρώπων, με αντάλλαγμα μερικές θέσεις εργασίας; Καλούμε απεγνωσμένα να επιστρέψουν οι εκμεταλλευτές μας, να μας περιποιηθούν και μας, με το ίδιο και χειρότερο εργασιακό καθεστώς που υπάρχει στη Βουλγαρία; Απ’ την άλλη βέβαια, αν το καλοσκεφτείς, όσον αφορά τους μισθούς και τις συνθήκες μισθωτής σκλαβιάς, δεν υπάρχει πλέον και ουσιαστική διαφοροποίηση. Μάλλον ό,τι αφήνει ανέπαφο η απόγνωση, σπεύδει να το καταφάει ο συνδικαλισμός, κάθε κομματικής γραμμής και ιδεολογίας.
Αν συνεχίσουμε το θέατρο του παραλόγου, στο τέλος θα τυφλωθούμε και δε θα είμαστε σε θέση να αντικρίσουμε την ελευθερία μας. Οι εξουσιαστές επιθυμούν έναν κόσμο όπου σύγχρονοι Οιδίποδες θα είναι φαινομενικά ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά δε θα μπορούν. Αυτό που πραγματικά θέλουν είναι να παρακαλάμε να γυρίσουμε στο κλουβί μας. Για αυτό στοχεύουν σε ότι πολυτιμότερο έχουμε: το πνεύμα, που μπορεί να δει καθαρά την ελευθερία και να μην τη φοβάται. Η Αναρχία μένει ζωντανή, όσο αυτό το πνεύμα βλέπει και δεν πέφτει στη χοάνη της εξουσίας. Δεν αρκεί να καταστραφεί το κράτος, είναι εξίσου σημαντικό να καταστρέψουμε και τα γεννήματα του κράτους μέσα μας.
Αν ήμασταν ο George Orwell, θα ξεκινούσαμε κάπως έτσι: Ήταν μια λαμπρή κρύα μέρα του Απρίλη, και τα ρολόγια σήμαναν δεκατρείς. Έτσι ξεκινάει το «1984». Θα ξεκινήσουμε όμως, περιγράφοντας αυτό που συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη τις τελευταίες μέρες. Ένα κινητό μεγάφωνο, στην οροφή ενός αυτοκινήτου, σκορπάει σε ευήκοα και μη όταν ένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα, που επαναλαμβάνεται διαρκώς από μια άχρωμη φωνή. Προκαλεί μια ανατριχίλα· το ακούς και άθελά σου νιώθεις να παίζεις σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπου μετά την καταστροφή του κόσμου, σα να μην είναι η ίδια η καταστροφή αρκετή, έρχεται και μια δικτατορία των μηχανών. Η φωνή προστάζει: «Λαέ της Θεσσαλονίκης… δεν πίνουμε Coca-cola, δεν πίνουμε Fanta, δεν πίνουμε νερό Αύρα… μέχρι το εργοστάσιο της Coca-Cola να επιστρέψει (από τη Βουλγαρία) στην Ελλάδα… θέλουν να κάνουν την Ελλάδα μας χώρα μόνο καταναλωτών και όχι παραγωγών». Το απειλητικό παραλήρημα επαναλαμβάνεται, ενώ το όχημα διασχίζει τους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης. Στο τέλος, ακούμε και ένα απόσπασμα από το «Hurricane» του Bob Dylan, έτσι για να καλωσορίσουμε το άκρον παράλογο και μετά μουσικής…
Κι όσοι ακόμη δεν έχουν χάσει τελείως το μυαλό τους, είτε από απόγνωση είτε από απλή αφέλεια, λαμβάνουν ένα τουλάχιστον συγκεχυμένο μήνυμα, αντιστροφή εκείνου του πάλαι ποτέ ανεκδιήγητου και απειλητικού εξ ίσου «πάρε coca-cola». Το δίλημμα δηλαδή τίθεται μεταξύ του πάρε coca-cola ελληνική ή μην πάρεις βουλγάρικη; Γιατί να ζητάμε μετά μανίας να επιστρέψει ένα εργοστάσιο που τίποτε δεν προσφέρει σε κανέναν, καταστρέφει τον πλανήτη και τις ζωές των ανθρώπων, με αντάλλαγμα μερικές θέσεις εργασίας; Καλούμε απεγνωσμένα να επιστρέψουν οι εκμεταλλευτές μας, να μας περιποιηθούν και μας, με το ίδιο και χειρότερο εργασιακό καθεστώς που υπάρχει στη Βουλγαρία; Απ’ την άλλη βέβαια, αν το καλοσκεφτείς, όσον αφορά τους μισθούς και τις συνθήκες μισθωτής σκλαβιάς, δεν υπάρχει πλέον και ουσιαστική διαφοροποίηση. Μάλλον ό,τι αφήνει ανέπαφο η απόγνωση, σπεύδει να το καταφάει ο συνδικαλισμός, κάθε κομματικής γραμμής και ιδεολογίας.
Αν συνεχίσουμε το θέατρο του παραλόγου, στο τέλος θα τυφλωθούμε και δε θα είμαστε σε θέση να αντικρίσουμε την ελευθερία μας. Οι εξουσιαστές επιθυμούν έναν κόσμο όπου σύγχρονοι Οιδίποδες θα είναι φαινομενικά ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά δε θα μπορούν. Αυτό που πραγματικά θέλουν είναι να παρακαλάμε να γυρίσουμε στο κλουβί μας. Για αυτό στοχεύουν σε ότι πολυτιμότερο έχουμε: το πνεύμα, που μπορεί να δει καθαρά την ελευθερία και να μην τη φοβάται. Η Αναρχία μένει ζωντανή, όσο αυτό το πνεύμα βλέπει και δεν πέφτει στη χοάνη της εξουσίας. Δεν αρκεί να καταστραφεί το κράτος, είναι εξίσου σημαντικό να καταστρέψουμε και τα γεννήματα του κράτους μέσα μας.
πηγή: Anarchypress
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου