Ζώνη διαφυγής

Ζώνη διαφυγής
Όχι η Ιστορία, αλλά τα είδωλα είναι που κατέρρευσαν. Επιτέλους, μπορούμε να ανασάνουμε ελεύθερα και να χαρούμε τη νέα αρχή δίχως περιττά εμπόδια να μας φράζουν τη θέα.

Φυγή προς τα εμπρός

Φυγή προς τα εμπρός
Καθ' οδόν ανακαλύπτουμε, συνθέτουμε, προσδιορίζουμε και επαναπροσδιοριζόμαστε, δοκιμάζουμε και δοκιμαζόμαστε. γινόμαστε δημιουργοί δεδομένων και αξιών.

Το Αιώνιο Διάβα της Ζωής

Το Αιώνιο Διάβα της Ζωής
Τώρα εμείς δημιουργούμε τον Χάρτη και η Οδός είναι τα δικά μας βήματα. Εμείς θέτουμε τους οδοδείκτες για όσους θέλουν να ταξιδέψουν μαζί μας.

_

_

Περιοδικό "Μηδέν Τελεία": διαθέσιμα σε ψηφιακή μορφή τα πρώτα τέσσερα τεύχη μας

Από το 2011 και με συνέπεια, η διαχειριστική ομάδα του Exit Area εκδίδει το περιοδικό "Μηδέν Τελεία". Στα τέσσερα τεύχη του, προσπαθήσαμε και συνεχίζουμε να επιχειρούμε την υπέρβαση των στεγανών, με μια ξεχωριστή αρθρογραφία απέναντι στην ιδεολογική και πολιτική ορθότητα, ενάντια στο καταστροφικό δίπολο Δεξιάς και Αριστεράς, με κεντρικούς θεματικούς άξονες τον Φυλετισμό και την Αναρχία. Με τις τόσες δυσκολίες που συναντούμε καθημερινά, με τη δεδομένη κρίση που περνάει η έντυπη έκδοση, το περιοδικό μας στέκεται ακόμα όρθιο, και το πιο σημαντικό, στην ποιοτική βάση που έχουμε θέσει εξ' αρχής ως προαπαιτούμενο. Τρία χρόνια έπειτα από τη σύλληψη της ιδέας για ένα έντυπο διαφορετικό από κάθε αντίστοιχο που κυκλοφορούσε μέχρι τότε, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους συντρόφους, φίλους και γενικότερα όσους μας γνώρισαν μέσω αυτού και στήριξαν την προσπάθειά μας. Ανακοινώνουμε με ιδιαίτερη χαρά ότι τα τεύχη #0, #1, #2 και #3 έχουν εξαντληθεί. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει η δυνατότητα να τα διαβάσετε σε ψηφιακή μορφή.


Το νέο μας τεύχος, αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα! Συνεχίζουμε μέσα από την έντυπή μας έκδοση να θέλουμε να κρατήσουμε όσο μπορούμε ζωντανό τον ρομαντισμό και τον ρεαλισμό του χειροπιαστού. Επιθυμούμε απέναντι στο εφήμερο και το απρόσωπο, να δώσουμε διάρκεια και σχήμα, να έρθουμε σε άμεση επαφή με όσους έχουν παρόμοιες ανησυχίες και να αγγίξουμε την ψυχή τους. Το "Μηδέν Τελεία" είναι εδώ, σε πείσμα των καιρών και των δυσκολιών. Και αυτό κάνει την κάθε ξεχωριστή κυκλοφορία του ακόμα πιο σημαντική.

Το Νησί - Ένα ταξιδιωτικό ανάγνωσμα (A,B)

| Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013
Εισαγωγή: Το Ταξίδι

Είπαμε φέτος να τιμήσουμε την παλιά καλή ελληνική συνήθεια των αυγουστιάτικων διακοπών, εκεί γύρω στη γιορτή της Παναγιάς της Κολυμβήτριας, προστάτιδας των πάλαι ποτέ ιερών κι απαραβίαστων "μπάνιων του λαού", όσο ακόμα το αντέχουμε, ίσως και για τελευταία μας φορά. Τούτο το "τελευταία φορά", όσο κι αν ηχεί απειλητικό και βλοσυρό, απ' την άλλη χαρίζει σε τούτες τις διακοπές ένα άρωμα αλλιώτικο, μεθυστικό, προκλητικό σαν απαγορευμένου καρπού, σαν κλεμμένο σύκο απ' το δέντρο της στρυφνής Γερμανίδας ιδιοκτήτριας, η συκιά του Ιούδα που ακόμη προβάλει ένα κλαρί της πάνω απ' το αγκαθωτό συρματόπλεγμα του στρατόπεδου συγκέντρωσης - Arbeit Macht Frei.

Νυχοπατώντας κλεφτά και κοιτώντας συνωμοτικά πίσω απ' τους ώμους μας, μην τυχόν και μας πάρει χαμπάρι κανένας μοχθηρός θείος Πάσχος που μετράει τις αρνίσιες μπουκιές μας κάθε Πάσχα,  μήπως μας μυριστεί καμμία στεγνή θεία Αρβελέρ, που μετράει τις γουλιές του φραπέ μας προκειμένου να γελάσει από τη βεράντα του ρετιρέ της Σορβόνης με την κρίση μας (με όλες τις πολλαπλές έννοιες τούτης της πανδώρειας λέξης), κανένας Κανέλλης, Πρετεντέρης, Όλγα, Τσίμας, Πορτοσάλτε, Θέμος - όλη η τσακαλοπαρέα των ύπατων τιμητών της νομιμότητας - και τρέξει να μας μαρτυρήσει με χαιρέκακη ευχαρίστηση, στην άτεγκτη κι άσπλαχνη Τρόικα - "κυρία, κυρία ο Όττο πάει διακοπές, φορολογήστε τον αλύπητα, αντέχει" - μπήκαμε στο σαραβαλάκι μας, η αφεντιά μου, η Δήμητρα κι η Κατερίνα, με κατεύθυνση την Αμμουλιανή, αφού η Μύκονος ήταν ολάκερη ρεζερβέ από τα έξαλλα τέκνα του success story κι η Σαντορίνη ξέμεινε από ηλεκτρικό - σκέτη μπασκλασαρία.

Μετά από μια ήρεμη κι άνευ συγκινήσεων διαδρομή, με το GPS του smart-phone της Δήμητρας να προσπαθεί εις μάτην να με βάλει στον ίσιο δρόμο, με την ψυχρή, επιτακτική, δασκαλίστικη γυναικεία φωνή του, κι εμένα ν' ακολουθώ τον "όπου νογά η κούτρα μου" προσωπικό μου χάρτη, απαντώντας στην μηχανική ντομινάτριξ με τις πλέον καλοπροαίρετες κι ευφάνταστες προτάσεις μου περί της σεξουαλικής ζωής της μάνας της, φτάσαμε τελικά στην Ιερισσό, το γαλατικό χωριό, όπως περήφανα αναφέρει η επιγραφή που υποδέχεται τον επισκέπτη στην εμπασιά του. Τα πανό της πάνδημης αντίθεσης στην "επένδυση" χρυσού δεσπόζουν σ' όλο το κεφαλοχώρι κι έδρα του Δήμου Αριστοτέλη, ατσαλάκωτα, τεντωμένα και περήφανα, χωρίς κανείς να έχει διανοηθεί να σκίσει έστω και μιαν ακρούλα απ' τις αφίσες που καλούν σε κινητοποίηση, προς τέρψιν του λαοφιλούς δημάρχου Α.Ρ. Πάχτα, αγκάθι μες στο πλάνο μάτι του, μπουρλότο στο θαλερό μουστάκι του και τρόμος στην εξωνημένη ψυχή του.

Φτάσαμε στο πορθμείο της Τρυπητής, την ώρα που η περαταριά είχε μόλις αποπλεύσει από απέναντι, ακριβώς στον κατάλληλο χρόνο ώστε να μπούμε πρώτοι στην ουρά αναμονής, που από πίσω μας άρχισε να μεγαλώνει, θαρρείς κι όλοι ντρέπονταν να βγουν μπροστά και περίμεναν κάποιον ατρόμητο να κάνει την αρχή, για να βρουν το θάρρος ύστερα κι αυτοί ν' ακολουθήσουν. `Το ταξίδι σύντομο, μόλις ένα περίπου τέταρτο της ώρας. Στο έμπα του μικρού λιμανιού, μια ταμπέλα καλωσόριζε τους επισκέπτες, ενώ σε περίοπτη θέση ένα πανό έβαζε τα πράγματα στη θέση τους: "Λέμε ΟΧΙ στην επένδυση χρυσού". Μια κοινότητα 600 περίπου μόνιμων κατοίκων, που ζούνε αποκλειστικά απ' τον τουρισμό και την αλιεία, δεν θα περίμενε κανείς να δεχτεί οικειοθελώς να μετατραπεί σε χωριό μεταλλορύχων, να δουλεύουν σε μια τρύπα μέσα στη γη, ακόμη κι αν οι θέσεις εργασίας των κονκισταδόρων της Ελντοράντο έφταναν για να καλύψουν όλες εκείνες που θα χαθούν απ' τη βαριά μεταλλική ρύπανση των υδάτων, θέσεις κάτω απ' τον ήλιο, τον άνεμο και το πελαγίσο γαλάζιο.

Α. Memento Mori

Σ' ένα λοφάκι που υψώνεται μαλακά κι ευγενικά πάνω απ' τη βορειοδυτική άκρη του λιμανιού, ακριβώς απάνω απ' τη δέστρα της περαταριάς, το πρώτο πράγμα που βλέπει κάποιος καθώς ξεμβαρκάρει, το κοιμητήριο του νησιού στέκει σαν επιτιμητικά υψωμένο φρύδι. Πραγματικό φιλέτο, οπού θα περίμενε κανείς - τουλάχιστον σε μια τουριστική ανάπτυξη που... σέβεται τον εαυτό της - να θρασομανούν μπαρ, ταβέρνες και καφετέριες, ίσως μια κλαμπάτη, περίφωτη νεο-Βαβυλώνα, να σφυροκοπάει ανάλγητα τις ανευόδωτες αυταπάτες μας για λίγο κρανιακό ξελαμπικάρισμα. Όμως τούτοι δω διάλεξαν διαφορετικά· οι θαλασσινοί... Να βάλουν τους νεκρούς τους ν' αγναντεύουν το πέλαο για πάντα, να μετράνε τα καράβια που έρχονται και πάνε. Κι οι ποθαμένοι να μαζεύονται τα καλοκαιρινά μεσημέρια και να κουτσομπολεύουν ράθυμα τους ζώντες, δικούς και ταξιδιώτες, να καθρεφτίζονται αυτάρεσκα στα νερά και ν' αναπολούν παλιές καλές μέρες, τότες που 'νιωθαν όντες αθάνατοι. Να σε χαιρετούν και κρυφά να σου γνέφουν: "Memento Mori" που πάει να πει "Carpe Diem", μια αμφίθυμη υπόμνηση προς κάθε υπέρμετρα αγαλλιώντα ή συστηματικώς μεμψίμοιρο. Θετική πρώτη εντύπωση, αρχίζω ήδη να εκτιμώ κάπως τους ντόπιους. Κι απέναντι απ' το κοιμητήριο των ανθρώπων, λίγο αριστερά για όποιον θωρεί την πλάση μέσα απ' τον περίβολό του, σ' έναν ορμίσκο προς την Ανατολή, το κοιμητήριο των πλεούμενων. Σαπισμένα κουφάρια καϊκιών εκθέτουν αδιάντροπα τους σκελετούς τους σε δημόσια θέα, στέκουν εκεί κούφια κι ακίνητα, όμως πανέτοιμα, προσδοκώντας ανάστασιν νεκρών, να εγερθούν οι παλιοί τους καπετάνιοι κι εκείνα να ξαναπάρουν πίσω την ξύλινη σάρκα που τους έφαγε ο καιρός ο πανδαμάτωρ κι ο αμείλικτος ο ήλιος κι η θρηνητική βροχή, περήφανα να προσέρθουν αντάμα για την κρίση την παντοτινή. Όσο για τους ανίατους, γι' αυτούς οι νησιώτες έχουν κάνει μια εξαιρετική διευθέτηση. Τους χτίσαν ένα κλαμπ σε μια παραλία κάνα χιλιόμετρο πιο απόμερα, που ανοίγει τις πύλες του μαύρα μεσάνυχτα νταν, κι ας πάνε κει να κουτουρντίζουν όσο θένε, κι ας ξεσαλώνουν μέχρι λιγοθυμιάς, ουδείς τους εμποδίζει.  Φτάνω δαύτους τους θαλασσινούς να τους εκτιμώ κάτι περισσότερο...

Το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού καταλαμβάνεται από μαγαζιά, ξενοδοχεία, πανσιόν - στην πλειοψηφία τους οικογενειακές επιχειρήσεις - ενώ πολλοί έχουν χτίσει δωμάτια πάνω απ' τα σπίτια τους, το γνωστό και μη εξαιρεταίο rent a room. Σ' ένα τέτοιο βρήκαμε στέγη κι εμείς. Μας έλαχε στα ψηλά, κι η άπλετη θέα του ξεπλήρωνε με το παραπάνω το λαχάνιασμα της απότομης ανηφοριάς, μέσα στην κάψα. Μια ξεθωριασμένη πινακίδα μας ενημέρωνε πως η επιχείρηση κάποτε επιδοτήθηκε από την ΕΕ, απομεινάρι από κείνες τις εποχές που η Ευρώπη μας καλόπιανε, όπως η δολερή μάγισσα τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ, να μπουν στο ζαχαρένιο της σπιτάκι δια τα περαιτέρω. Όμως εκείνες οι μέρες είναι πια πολύ μακριά και τούτο είναι πρόδηλο, σαν άρια τέττιγα τεμπελχανά μες στο καταμεσήμερο. Οι μισές λάμπες καμένες, τα υδραυλικά του νεροχύτη να στάζουν, μέχρι η λεκάνη της χέστρας είχε ξεκολλήσει απ' τη θέση της και σουρτούκευε σιγοσφυρίζοντας, την ώρα της μέγιστης συγκέντρωσης περί την ανάγκη μας. Ευτυχώς δεν είχε πολύ χώρο ελεύθερο να κινηθεί. Σαν να της είχαν βάλει κοντό λουρί δηλαδή και κάπως να συμμαζευόταν το σουλάτσο. Μας το έφτιαξαν οι άνθρωποι μόλις τους ενημερώσαμε, δεν έχω να πω.

Απ' την άλλη μεριά, σχετικά φτηνό (λιγότερο ας πούμε από το κόστος σε κάποιο κάμπινγκ της πιο τουριστικής Χαλκιδικής), καθαρό και περιποιημένο και - το ξαναλέω - πλούσια θέα. Είχε και τηλεόραση, όπως και κλιματιστικό, όμως δεν χρησιμοποιήσαμε τίποτε απ' τα δυο. Ειδικά την πρώτη τη βγάλαμε κι από την πρίζα, σάμπως να φοβόμασταν μην ο Μεγάλος Αδελφός μάς ακούει και με σβηστή ακόμα την οθόνη. Όσο για κλιματισμό, είχαμε φυσικό, δεν συνέτρεχε χρεία. Τα μελτέμια έπιαναν όποτες έκαμαν γούστο, όμως πάντοτε την ώρα που 'πρεπε, δροσάτα, ευγενή κι απαλά, σα σινδόνη μεταξωτή πάνω σε γυμνό δέρμα. Δυο σπίτια παραδίπλα η εκκλησιά, που τέτοιες μέρες γνώριζε πιένες, δυο τετράγωνα πιο κάτω τα κλασικά συγκρουόμενα, το πιο αγαπημένο παιχνίδι των μικράτων μας, όπου τα μεγάφωνα λαλούσαν σαχλοτράγουδα παλιότερου συρμού - Λαμπάντα, Περέα-Περέα και Σάκη - όμως τι διάολο, η σάχλα είναι πάντοτε αγέραστη και διαχρονική. Κάποιο απόβραδο, ενώ η ψαλμωδία απ' τα μεγάφωνα βαυκάλιζε το απογευματινό μου λαγοκοίμισμα με τα φάλτσα του παπά, η αύρα ύπουλα παράσυρε μέχρι το μπαλκόνι μας ένα ορχηστρικό μπιτάτο κομμάτι, με τόση ένταση, όση μόλις να μην καλύπτει τον σουξεδιάρη ιερέα. Οι δύο ήχοι παραδόξως ταίριαζαν ρυθμικά κι έτσι συγχωνεύτηκαν σ' ένα τρομερό remix, που θα το ζήλευε κι ο πιο προχώ DJ. Ένα θαυμάσιο καραόκε για θρησκευτικό talent show, τώρα που οι διορισμοί ιερέων έχουν στενέψει και γίνονται με το σταγονόμετρο, ενώ η ζήτηση ολοένα πιεστικά αυξάνει... 

B. Περσικές Τελετουργίες

Η πρώτη νύχτα της άφιξής μας, συνέπεσε με την είσοδο της γριάς μας Γαίας στη ζώνη υψηλής εποπτείας του Περσέα και τη θεαματική εισβολή των Περσίδων του - που δεν είναι ισλαμίστριες μουτζαχεντίν πρακτόρισσες, όπως ίσως να πιστεύει ο μέσος ελληνορθόδοξος αφασιακός ψηφοφόρος, μηδέ σινιέ λωριδοφόρα κατακόρυφα παντσουρόφυλα, όπως ίσως να πιστεύει η νεοφιλελέ διανόηση - στην ατμόσφαιρα. Η συγκυρία ιδιαίτερα ευμενής, καθώς το νησί στερείται της διάχυτης φωταυγούς αχλής, που καλύπτει σαν νέφος χρωμερής αιθαλομίχλης το νυχτερινό στερέωμα, του πέπλου της διαβόητης φωτορύπανσης που συνοδεύει κατά πόδας - όπως χαφιές αναρχικό - τον ηλεκτρικό μας πολιτισμό. Γυρέψαμε τον ουρανό με τ' άστρα και το Χάος μας τα 'δωσε επί πίνακι, πάντοτε στην κατάλληλη στιγμή. Διαλέξαμε την παραλία των Αλυκών, τη μόνη που ξέραμε πώς να βρούμε στα σκοτεινά, καθώς δεν είχαμε ακόμη εξοικειωθεί με τους όχι και τόσο καλά συντηρημένους δρόμους και δεν κρίναμε σοφό να το ρισκάρουμε νυχτιάτικα. Κοντά στα μεσάνυχτα καταφτάσαμε δίπλα απ' τον νυσταλέο καταυλισμό του μοναδικού κάμπινγκ του νησιού, που πάντως δεν φημίζεται για την ποιότητα της διαμονής που παρέχει, πολλώ δε μάλλον για την πάστρα του. Καταλάβαμε τρεις κενές ξαπλώστρες στην αμμουδιά κι ετοιμαστήκαμε ν' απολαύσουμε το θέαμα, σαν αρχαίοι Ρωμαίοι απ' τα οργιαστικά μας ανάκλιντρα. Για κακή μας τύχη όμως, ο ηλεκτρονικός αστρολάβος που είχαμε κατεβάσει στο περιλάλητο smart-phone, το οποίο πλέον διακονεί περίπου σαν ένας ψηφιακός ελβετικός σουγιάς, μας έδειξε ότι ο προσανατολισμός της παραλίας ήταν λανθασμένος κατά περίπου 180 μοίρες κι έτσι οι Περσίδες θα έπεφταν κυριολεκτικά πίσω απ' την πλάτη μας. Το λοιπόν αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε τ' ανάκλιντρά μας αντιστρόφως, πράγμα που κάπως περιόριζε το οπτικό μας πεδίο, δεν στάθηκε όμως ικανό αυτό να μας χαλάσει την κατάνυξη.

Πόσο ευμενής μοίρα, να είσαι ένας κόκκος κουρνιαχτού στο παγωμένο διάστημα, ένα ασήμαντο αφανές γκρίζο πετραδάκι... κι άξαφνα ν' αρπάνεσαι στην αφεύγατη έλξη της πανώριας Γαίας, σάμπως κεραυνοβόλος έρωτας να σε σέρνει, μ' επιταχυνόμενη λαχτάρα μοναχά να την αγγίξεις, γελώντας ανέμελα αντίκρυ στο χαμό σου. Να μπαίνεις στην αύρα της και να ερυθροπυρώνεσαι, να καίγεσαι σελαγίζοντας για μια χούφτα στιγμές στον ουρανό, χιλιάδες έκθαμβα μάτια να ερωτευτούν τον ίμερό σου. Βουτούσαν στο κενό οι ιδανικοί αυτόχειρες κι ανάξιοι εραστές, σαν αντεστραμμένες φωτεινές πεταλούδες που χιμούν σε σκοτεινό φάρο. Κι εμείς οι αλαφροΐσκιωτοι με τα μάτια στυλωμένα ψηλά - σαν ανθρωπίδες νιοξύπνητοι που πρωτόφαντα άνω θρώσκουν - πιάσαμε να τραγουδάμε, ενώ από μέσα μας στέλναμε τις ευχές μας στα πεφταστέρια, σαν μάγοι σοφοί της Βαβυλώνας που αναπέμπουν λατρευτικές επωδές στις τηλαυγείς τους θεότητες. Ακομπανιαμέντο μας κρατούσε η μνήμη κι ήρθε ο Γουίλυ ο θερμαστής να περάσει λίγες Μέρες Αργίας, κρατώντας αφρικάνικο Μαχαίρι, ο Προσκυνητής σαγηνεύτηκε απ' τη Φάτα Μοργκάνα κι έχασε το δρόμο του, η Συννεφούλα ήπιε της Άρνης το Νερό και λησμόνησε κείνον τον Μπαγάσα, τον Μπάμπη τον Φλου, ενώ ο Λόρκα δεμένος σταυρωτά πάνω στη φοράδα του, απήγγειλε ένα ποίημα του στην Κ, αντίτιμο σιωπής. Ευτυχώς κανείς απ' το κάμπινγκ δεν μας έριξε μπουγέλο κατακέφαλο, πάει να πει πως δεν γκαρίζαμε πάρα πολύ. Για τον εξωτερικό παρατηρητή δεν ήμασταν παρά τρεις παραλοϊσμένοι που τραγούδαγαν φάλτσα άσματα χάσκοντες τα ουράνια. Για μας πάλι ήταν μυσταγωγία, μέθεξη, επικοινωνία, ενότητα, αγάπη, όλα αυτά που 'ναι ποθεινά και μυριάκριβα, γιατί δεν πουλιούνται σ' αγορές και χρηματιστήρια, δεν έχουν πουλητές και μουστερήδες.

Κατά τις δύο σηκωθήκαμε, τινάξαμε την άμμο από πάνω μας και πήραμε την κατεύθυνση του γυρισμού στο σπίτι. Είχα την ατυχέστατη έμπνευση να πάω να πάρω τσιγάρα απ' το μοναδικό μεγάλο περίπτερο στο κέντρο του οικισμού (αργότερα βρήκαμε κι ένα μικρό κάπου πίσω πίσω). Αρκετά μέτρα προτού πλησιάσουμε, μπόχα από ταραχώδη ελληνάδικα σκυλοτράγουδα μας άρπαξε απ' τα μούτρα, αναδυόμενη απ' το παρακείμενο μπαρ που είχε "ελληνική βραδιά" (ευτυχώς ήταν μία και μοναδική βραδιά, κάτι σα να λέμε "και οι σκυλάδες έχουν ψυχή άμα λάχει". Κάμποσες ταβέρνες είχαν ζωντανό τραγούδι και ό,τι πήρε τ' αφτί μου μόνο για σκυλάδικο δεν μου φάνηκε). Βλέπετε ο ελληναράς είναι το μοναδικό υποείδος πρωτίστων που βροντοφωνάζει την κατάντια του κι περιπτύσσεται την παρακμή του, ενώ νιώθει εντροπή για οτιδήποτε καλό μπορεί να κουβαλάει. Όμως το θέαμα της στημένης διασκέδασης, των κενών νοήματος και νοημοσύνης οφθαλμών, των καρμποναρισμένων σαγηνευτικών λικνισμάτων και των ζορισμένων χαμόγελων, μου φάνηκε να έχει κάτι το ιδιαίτερα διασκεδαστικό, σαν κάποιου είδους αυτοπαρώδηση. Υπάρχουν το λοιπόν ακόμα φανατικοί κι αμετανόητοι οπαδοί της περιλάλητης πλασματικής ευμάρειας, κάμποσοι που αρνούνται να δεχτούν πως το τέλος έχει κρούσει τη θύρα τους από καιρό... Πήρα τα τσιγάρα μου, έριξα κι ένα τσιφτετέλι στα γρήγορα - μη χάσω και δεν εκδηλωθώ πως είμαι κι εγώ απ' το ίδιο υποείδος - και πήραμε γελώντας τον άσπλαχνο ανήφορο για την αψηλόθωρή μας κάμαρα.
(συνεχίζεται...)
Otto Great Chaos

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Rome - Panzerschokolade

 

Νο Copyright | www.exitarea.gr | για επικοινωνία: exitarea@yahoo.gr

Επιτρέπεται ελεύθερα η αναδημοσίευση, ακόμα και αν δεν αναφέρεται η πηγή